Διπλωμάτης στα γερμανικά
Μετάφραση: διπλωμάτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Diplomat, Diplomaten, Diplomatin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλωμάτης
γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης, διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτης μισθός, διπλωμάτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, διπλωμάτης στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- διπλασιάζω στα γερμανικά - verdoppeln, paarig, double, doppelgänger, krümmen, zwiefach, wiederholen, ...
- διπλοκατοικία στα γερμανικά - doppeletagenwohnung, Doppelhaus, Duplex
- διπλωματία στα γερμανικά - diplomatie, Diplomatie, der Diplomatie, diplomatischen
- διπλωματικός στα γερμανικά - urkundlich, diplomatisch, diplomatischen, diplomatische, diplomatischer
Τυχαίες λέξεις
Διπλωμάτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: Diplomat, Diplomaten, Diplomatin
Μεταφράσεις: Diplomat, Diplomaten, Diplomatin