Διπλωμάτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: διπλωμάτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
diplomaat, Diplomat, diplomatieke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διπλωμάτης
γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης, διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτης μισθός, διπλωμάτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διπλωμάτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διπλασιάζω στα ολλανδικά - duplicaat, tweeledig, duplex, dubbel, tweevoudig, verdubbelen, verdubbeld worden, ...
- διπλοκατοικία στα ολλανδικά - tweezijdig, duplex, dubbelzijdig, duplexeenheid
- διπλωματία στα ολλανδικά - diplomatie, diplomatieke, de diplomatie, diplomatiek, diplomacy
- διπλωματικός στα ολλανδικά - diplomatisch, diplomatieke, diplomatiek, de diplomatieke, van diplomatieke
Τυχαίες λέξεις
Διπλωμάτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: diplomaat, Diplomat, diplomatieke
Μεταφράσεις: diplomaat, Diplomat, diplomatieke