Διπλωμάτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: διπλωμάτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дипломат, дипломата
Διπλωμάτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλωμάτης

γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης, διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτης μισθός, διπλωμάτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διπλωμάτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διπλασιάζω στα ουκρανικά - дупель, двійчастий, подвоїти, подвоювати, петля, Geminate
  • διπλοκατοικία στα ουκρανικά - дуплекс, дуплекси
  • διπλωματία στα ουκρανικά - дипломатія
  • διπλωματικός στα ουκρανικά - дипломатичний, текстуальний, тактовний, дипломатичне, дипломатичну
Τυχαίες λέξεις
Διπλωμάτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дипломат, дипломата