Ελαττώνομαι στα γερμανικά

Μετάφραση: ελαττώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwinden, abnehmen, schwinden begriffen, wane, Waldkante
Ελαττώνομαι στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττώνομαι

ελαττώνομαι λεξικό γλώσσας γερμανικά, ελαττώνομαι στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ελαστικότητα στα γερμανικά - spannkraft, elastizität, empfang, Elastizität, Elastizitäts, die Elastizität, Dehnbarkeit
  • ελαττωματικός στα γερμανικά - mangelhafte, fehlerhaft, defekt, mangelhaft, defekte, defekten
  • ελαττώνω στα γερμανικά - verkleinern, reduzieren, verringern, vermindern, abnehmen, bate, Debatte, ...
  • ελαφρόμυαλος στα γερμανικά - leichtsinnig, frivol, leichtfertig, schusselig, flatterhaft, schusslig, scatterbrained
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνομαι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: schwinden, abnehmen, schwinden begriffen, wane, Waldkante