Ελαττώνομαι στα τούρκικα

Μετάφραση: ελαττώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
azalmak, wane, zayıflamak, kerestedeki kusur, batmak
Ελαττώνομαι στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττώνομαι

ελαττώνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, ελαττώνομαι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ελαστικότητα στα τούρκικα - elastikiyet, esneklik, esnekliği, elastisite, elastikiyeti
  • ελαττωματικός στα τούρκικα - kusurlu, arızalı, bozuk, arızalıdır, defektif
  • ελαττώνω στα τούρκικα - azaltmak, indirmek, küçültmek, hiddet, bate, asitleme, bir sama malzemesidir, ...
  • ελαφρόμυαλος στα τούρκικα - alık, scatterbrained, sersem, dağınık fikirli
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: azalmak, wane, zayıflamak, kerestedeki kusur, batmak