Ελαττώνομαι στα ιταλικά
Μετάφραση: ελαττώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
declino, wane, calante, calare, diminuire
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαττώνομαι
ελαττώνομαι λεξικό γλώσσας ιταλικά, ελαττώνομαι στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ελαστικότητα στα ιταλικά - elasticità, l'elasticità, di elasticità, elasticità della, elastico
- ελαττωματικός στα ιταλικά - guasto, difettoso, difettosa, difettosi, difettose
- ελαττώνω στα ιταλικά - ridurre, diminuire, restringere, attenuare, scemare, rimpicciolire, bate, ...
- ελαφρόμυαλος στα ιταλικά - leggero, frivolo, sbadato, sventata, scatterbrained, stordita, sventato
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνομαι στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: declino, wane, calante, calare, diminuire
Μεταφράσεις: declino, wane, calante, calare, diminuire