Μισθοφορικός στα γερμανικά

Μετάφραση: μισθοφορικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mietete, käuflich, gemietet, angestellt, materialistisch, vermietet, söldner, Söldner, Söldners, mercenary
Μισθοφορικός στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μισθοφορικός

μισθοφορικός στρατός, μισθοφορικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, μισθοφορικός στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • μιλώ στα γερμανικά - knapp, gerede, vortrag, vortragen, gespräch, sprechen, reden, ...
  • μιμούμαι στα γερμανικά - schall, nachahmen, echo, widerhall, Affe, Menschenaffe, Affen, ...
  • μισθοφόρος στα γερμανικά - käuflich, materialistisch, söldner, Söldner, Söldners, mercenary
  • μισθός στα γερμανικά - arbeitsentgelt, bezug, vergütung, besoldung, gehalt, lohn, unternehmen, ...
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφορικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: mietete, käuflich, gemietet, angestellt, materialistisch, vermietet, söldner, Söldner, Söldners, mercenary