Μισθοφορικός στα δανικά
Μετάφραση: μισθοφορικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μισθοφορικός
μισθοφορικός στρατός, μισθοφορικός λεξικό γλώσσας δανικά, μισθοφορικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- μιλώ στα δανικά - tale, taler, sige, at tale, ordet
- μιμούμαι στα δανικά - imitere, ekko, kopiere, genlyd, efterligne, abe, ape, ...
- μισθοφόρος στα δανικά - lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater
- μισθός στα δανικά - løn, belønning, gage, lønnen, vederlag, grundløn
Τυχαίες λέξεις
Μισθοφορικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater
Μεταφράσεις: lejesoldat, lejesoldater, lejesoldaten, af lejesoldater