Περικόπτω στα γερμανικά

Μετάφραση: περικόπτω, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einschränken, retrench, sich einschränken, kürzen, Sanieren
Περικόπτω στα γερμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περικόπτω

περικόπτω λεξικό γλώσσας γερμανικά, περικόπτω στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • περικλείω στα γερμανικά - umfangen, einhüllen, umgeben, umschließen, Saum, Bund, Rand, ...
  • περικυκλώνω στα γερμανικά - umgebung, umwelt, Kompass, Kompaß, compass
  • περιλαμβάνω στα γερμανικά - einschließlich, aufnehmen, verlangen, brauchen, beifügen, enthält, benötigen, ...
  • περιμένω στα γερμανικά - aufschub, verzögerung, abwarten, warten, verzug, entgegensehen, erwarten, ...
Τυχαίες λέξεις
Περικόπτω στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einschränken, retrench, sich einschränken, kürzen, Sanieren