Περικόπτω στα ισλανδικά
Μετάφραση: περικόπτω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
retrench
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περικόπτω
περικόπτω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, περικόπτω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- περικλείω στα ισλανδικά - afgirða, Hem, faldi
- περικυκλώνω στα ισλανδικά - Áttavitinn, áttaviti, áttavita, áttavitanum, áttavitans
- περιλαμβάνω στα ισλανδικά - rúma, samanstanda, samanstanda af, taka til, samanstendur, fela í sér
- περιμένω στα ισλανδικά - bið, bíða, bíddu, að bíða, beðið, bíða eftir
Τυχαίες λέξεις
Περικόπτω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: retrench
Μεταφράσεις: retrench