Περικόπτω στα ιταλικά

Μετάφραση: περικόπτω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
economizzare, retrench
Περικόπτω στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περικόπτω

περικόπτω λεξικό γλώσσας ιταλικά, περικόπτω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • περικλείω στα ιταλικά - accludere, rinchiudere, cingere, circondare, orlo, bordo, del bordo, ...
  • περικυκλώνω στα ιταλικά - circondare, attorniare, bussola, compasso, della bussola, compass, la bussola
  • περιλαμβάνω στα ιταλικά - rinchiudere, comportare, coinvolgere, racchiudere, contenere, abbracciare, includere, ...
  • περιμένω στα ιταλικά - aspettare, attendere, attendi, attendi che, attesa
Τυχαίες λέξεις
Περικόπτω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: economizzare, retrench