Περικόπτω στα λιθουανικά

Μετάφραση: περικόπτω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumažinti, taupyti, apsikasti, Obwarować, Sumažinti išlaidas, daryti kupiūras tekste
Περικόπτω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περικόπτω

περικόπτω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, περικόπτω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • περικλείω στα λιθουανικά - apsiuvas, siūlė, apsiūti, apkraštuoti, apsiausti
  • περικυκλώνω στα λιθουανικά - kompasas, kompaso, kompasą, kompasu, compass
  • περιλαμβάνω στα λιθουανικά - turėti, reikėti, apimti, sudaro, apima, sudaryti, susideda
  • περιμένω στα λιθουανικά - reikalauti, laukti, palaukti, palaukite
Τυχαίες λέξεις
Περικόπτω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sumažinti, taupyti, apsikasti, Obwarować, Sumažinti išlaidas, daryti kupiūras tekste