Τροφικός στα γερμανικά
Μετάφραση: τροφικός, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nahrhaft, nutritive, Nährstoffe, nahrhaften, Nährstoff, nahrhafte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφικός
τροφικός λεξικό γλώσσας γερμανικά, τροφικός στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- τροφή στα γερμανικά - ernährung, speise, essen, nahrungsmittel, kost, fressen, futter, ...
- τροφαντός στα γερμανικά - drall, korpulent, fettleibig, beleibt, mollig, pummelig, vollschlank, ...
- τροφοδοσία στα γερμανικά - verpflegung, Verpflegung, Gastronomie, Catering, Versorgung
- τροφοδοτώ στα γερμανικά - feuerungsmaterial, eingabe, brennstoff, futter, papierzuführung, fressen, zufuhr, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφικός στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: nahrhaft, nutritive, Nährstoffe, nahrhaften, Nährstoff, nahrhafte
Μεταφράσεις: nahrhaft, nutritive, Nährstoffe, nahrhaften, Nährstoff, nahrhafte