Τροφικός στα ουκρανικά

Μετάφραση: τροφικός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підкріплювальний, харчовою, харчової, поживний, живильний
Τροφικός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφικός

τροφικός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τροφικός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τροφή στα ουκρανικά - корм, харч, живлення, продовольство, годування, їда, їжа, ...
  • τροφαντός στα ουκρανικά - вигідний, огрядний, сливовий, завидний, trofantos
  • τροφοδοσία στα ουκρανικά - громадське харчування, Заклади харчування, Суспiльне харчування, Общественное питание
  • τροφοδοτώ στα ουκρανικά - харчування, дача, вигін, нагодувати, харчуйтеся, топити, палити, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφικός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: підкріплювальний, харчовою, харчової, поживний, живильний