Τροφικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: τροφικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τροφικός
τροφικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, τροφικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- τροφή στα πορτογαλικά - comida, nutrientes, alimentos, alimento, acariciar, alimentação, alimentar
- τροφαντός στα πορτογαλικά - gordo, trofantos
- τροφοδοσία στα πορτογαλικά - restauração, férias, de catering, atendimento, suficientes
- τροφοδοτώ στα πορτογαλικά - fevereiro, combustível, apascentar, alimentação, comer, combustíveis, alimentar, ...
Τυχαίες λέξεις
Τροφικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional
Μεταφράσεις: nutritivo, nutritiva, nutritive, nutritivos, nutricional