Τροφικός στα δανικά

Μετάφραση: τροφικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nærende, næringsværdi, ernæringsmæssige, ernæring, næringsværdien
Τροφικός στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τροφικός

τροφικός λεξικό γλώσσας δανικά, τροφικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • τροφή στα δανικά - næringsstof, mad, føde, næring, fødevarer, maden, fødevaren, ...
  • τροφαντός στα δανικά - korpulent, svær, trofantos
  • τροφοδοσία στα δανικά - catering, forplejning, catering ved, køkken-, køkkenfaciliteter
  • τροφοδοτώ στα δανικά - fodre, nære, Stoke, proppe, i Stoke, af Stoke, til Stoke
Τυχαίες λέξεις
Τροφικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nærende, næringsværdi, ernæringsmæssige, ernæring, næringsværdien