Έμψυχος στα δανικά

Μετάφραση: έμψυχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
animere, animerer, at animere, animeres, animate
Έμψυχος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμψυχος

έμψυχος λεξικό γλώσσας δανικά, έμψυχος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έμπορος στα δανικά - forhandler, forhandleren, forhandler af
  • έμφαση στα δανικά - eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges
  • ένα στα δανικά - en, et, man, af en
  • έναρθρος στα δανικά - veltalenhed
Τυχαίες λέξεις
Έμψυχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: animere, animerer, at animere, animeres, animate