Έμψυχος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: έμψυχος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
animar, animado, animam, animados, animá
Έμψυχος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμψυχος

έμψυχος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, έμψυχος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • έμπορος στα πορτογαλικά - revendedor, negociante, comerciante, concessionário, distribuidor
  • έμφαση στα πορτογαλικά - emoção, ênfase, destaque, tónica, a ênfase, importância
  • ένα στα πορτογαλικά - um, uma, de um, a, de
  • έναρθρος στα πορτογαλικά - articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
Τυχαίες λέξεις
Έμψυχος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: animar, animado, animam, animados, animá