Έμψυχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: έμψυχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bezielen, verlevendigen, bezield, animeren, animatie
Έμψυχος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμψυχος

έμψυχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, έμψυχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • έμπορος στα ολλανδικά - koopman, wederverkoper, handelaar, dealer, leverancier, garage
  • έμφαση στα ολλανδικά - nadruk, klem, klemtoon, de nadruk, aandacht, accent
  • ένα στα ολλανδικά - men, één, je, 'n, een, van een, de
  • έναρθρος στα ολλανδικά - welbespraakt, welsprekendheid
Τυχαίες λέξεις
Έμψυχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bezielen, verlevendigen, bezield, animeren, animatie