Έμψυχος στα ουκρανικά

Μετάφραση: έμψυχος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оживляти, оживити, надихніть, пожвавити
Έμψυχος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έμψυχος

έμψυχος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, έμψυχος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • έμπορος στα ουκρανικά - торгівець, маклер, дилерський, дилер, крамар, ділер, дилером
  • έμφαση στα ουκρανικά - акцент, наголос, наголошення, сила, виразність
  • ένα στα ουκρανικά - один, одна, кожний
  • έναρθρος στα ουκρανικά - членороздільний, колінчатий, формулювати, чітке формулювання
Τυχαίες λέξεις
Έμψυχος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: оживляти, оживити, надихніть, пожвавити