Ένδοξος στα δανικά
Μετάφραση: ένδοξος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
berømt, herlige, herlig, glorværdige, strålende, glorværdig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένδοξος
ένδοξος συνώνυμο, ένδοξος συνώνυμα, ένδοξος λεξικό γλώσσας δανικά, ένδοξος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ένδεια στα δανικά - fattigdom, neediness, trang til nærhed
- ένδειξη στα δανικά - indikation, angivelse, betegnelse, tegn, indikationen
- ένεση στα δανικά - injektion, injektionsvæske, indsprøjtning, injektionen
- ένζυμο στα δανικά - enzym, enzymet
Τυχαίες λέξεις
Ένδοξος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: berømt, herlige, herlig, glorværdige, strålende, glorværdig
Μεταφράσεις: berømt, herlige, herlig, glorværdige, strålende, glorværdig