Ένδοξος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ένδοξος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
славний, славнозвісний, підпилий, славетний, славне, славного
Ένδοξος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ένδοξος

ένδοξος συνώνυμο, ένδοξος συνώνυμα, ένδοξος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ένδοξος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ένδεια στα ουκρανικά - незадоволений, незабезпеченість
  • ένδειξη στα ουκρανικά - вказівний, індикація, Індикатор, Відображення, напис
  • ένεση στα ουκρανικά - впускати, упорскувати, запроваджувати, вводити, впорскування, уприскування, вприск, ...
  • ένζυμο στα ουκρανικά - ензим, фермент
Τυχαίες λέξεις
Ένδοξος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: славний, славнозвісний, підпилий, славетний, славне, славного