Ένδοξος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ένδοξος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šlovingas, šlovingą, šlovinga, šlovės, puikus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένδοξος
ένδοξος συνώνυμο, ένδοξος συνώνυμα, ένδοξος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ένδοξος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ένδεια στα λιθουανικά - skurdumas, skurdas, nepasiturėjimas, nepasiturintieji, Skurdas
- ένδειξη στα λιθουανικά - indikacija, nurodymas, nuoroda, požymių
- ένεση στα λιθουανικά - įpurškimas, injekcija, injekcijos, įpurškimo, injekcinis
- ένζυμο στα λιθουανικά - fermentas, fermento, fermentų, fermentą
Τυχαίες λέξεις
Ένδοξος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šlovingas, šlovingą, šlovinga, šlovės, puikus
Μεταφράσεις: šlovingas, šlovingą, šlovinga, šlovės, puikus