Έρμα στα δανικά
Μετάφραση: έρμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ballast, forkobling, ballasten, ballasttanke
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έρμα
έρμα μάρκσμαν, έρμα στυλιανίδη βιογραφικο, έρμα βασιλείου, έρμα γρόσια έρμα γρόσια, έρμα ορισμός, έρμα λεξικό γλώσσας δανικά, έρμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- έρευνα στα δανικά - undersøge, forespørgsel, undersøgelse, forskning, spørgsmål, forskningen, forsknings-, ...
- έρημος στα δανικά - ørken, ørkenen, desert, øde
- έρπω στα δανικά - krybe, Sneak, snige, smugkig, snige sig, luskebuks
- έρχομαι στα δανικά - komme, kommer, kommet, vende, kom
Τυχαίες λέξεις
Έρμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ballast, forkobling, ballasten, ballasttanke
Μεταφράσεις: ballast, forkobling, ballasten, ballasttanke