Αγωνίζομαι στα δανικά

Μετάφραση: αγωνίζομαι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
slås, kamp, kæmpe, slag, stride, kampen, kamp for, kæmper
Αγωνίζομαι στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αγωνίζομαι

αγωνίζομαι για την οδική ασφάλεια, αγωνίζομαι συνώνυμο, αγωνίζομαι αρχικοί χρόνοι, αγωνίζομαι συνώνυμα, κλιση αγωνίζομαι, αγωνίζομαι λεξικό γλώσσας δανικά, αγωνίζομαι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αγωγός στα δανικά - kanal, kanalen, rørledning, ventilationskanal, kanalsystemet
  • αγωνία στα δανικά - angst, dødskamp, lidelse, smerte, kval
  • αγωνιστής στα δανικά - fighter, kampfly, jagerfly, kæmper, jager
  • αγωνιώ στα δανικά - angst, være, er, blive, være i, skal
Τυχαίες λέξεις
Αγωνίζομαι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: slås, kamp, kæmpe, slag, stride, kampen, kamp for, kæmper