Αθέτηση στα δανικά
Μετάφραση: αθέτηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
standard, misligholdelse, Standardindstillingen, som standard
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθέτηση
αθέτηση συμφωνίας, αθέτηση συμβολαίου, αθέτηση πληρωμών, αθέτηση συμβολαίου ενοικίασης, αθέτηση υπόσχεσης, αθέτηση λεξικό γλώσσας δανικά, αθέτηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αθάνατος στα δανικά - udødelig, udødelige, udødeligt, udødelighed, immortal
- αθέατος στα δανικά - usynlige, usynlig, usynligt
- αθετώ στα δανικά - brud, ophæver, ophæve, ophævelse, det ophæver, ophaeve
- αθεϊσμός στα δανικά - ateisme, ateismen, Atheisme, ateismens
Τυχαίες λέξεις
Αθέτηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: standard, misligholdelse, Standardindstillingen, som standard
Μεταφράσεις: standard, misligholdelse, Standardindstillingen, som standard