Αθέτηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: αθέτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замовчування, брак, недостача, неявка, дефолт, дефолту
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθέτηση
αθέτηση συμφωνίας, αθέτηση συμβολαίου, αθέτηση πληρωμών, αθέτηση συμβολαίου ενοικίασης, αθέτηση υπόσχεσης, αθέτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αθέτηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αθάνατος στα ουκρανικά - розбещеність, розпущеність, аморальність, безсмертний, невмирущий
- αθέατος στα ουκρανικά - невидимість, невидимий, невиразність, невидиме
- αθετώ στα ουκρανικά - замовчування, неявка, недостача, брак, пролом, альти, порушення, ...
- αθεϊσμός στα ουκρανικά - атеїзм, атеизм
Τυχαίες λέξεις
Αθέτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: замовчування, брак, недостача, неявка, дефолт, дефолту
Μεταφράσεις: замовчування, брак, недостача, неявка, дефолт, дефолту