Αθέτηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αθέτηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
omissão, padrão, predefinição, default, predefinido
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αθέτηση
αθέτηση συμφωνίας, αθέτηση συμβολαίου, αθέτηση πληρωμών, αθέτηση συμβολαίου ενοικίασης, αθέτηση υπόσχεσης, αθέτηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αθέτηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αθάνατος στα πορτογαλικά - imortal, imortais, immortal
- αθέατος στα πορτογαλικά - despercebido, desselar, invisível, invisíveis
- αθετώ στα πορτογαλικά - violentar, violar, vinhedo, trespassar, romper, brecha, fenda, ...
- αθεϊσμός στα πορτογαλικά - ateísmo, o ateísmo, do ateísmo
Τυχαίες λέξεις
Αθέτηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: omissão, padrão, predefinição, default, predefinido
Μεταφράσεις: omissão, padrão, predefinição, default, predefinido