Ακρωτηριασμός στα δανικά
Μετάφραση: ακρωτηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
amputation, amputering, amputationer, amputationen, amputeret
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρωτηριασμός
ακρωτηριασμόσ γυναικείων γεννητικών οργάνων, τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ, ακρωτηριασμόσ των ερμών, ακρωτηριασμός λεξικό γλώσσας δανικά, ακρωτηριασμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- ακρωτήριο στα δανικά - cape, kappe, Kap, i Cape, forbjerget
- ακρωτηριάζω στα δανικά - lemlæste, lemlæster, at lemlæste, lemlæstelse, kan lemlæste
- ακρώνυμο στα δανικά - akronym, forkortelse, akronymet, forkortelsen, acronym
- ακτή στα δανικά - strand, bred, kyst, kysten, kyster, coast
Τυχαίες λέξεις
Ακρωτηριασμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: amputation, amputering, amputationer, amputationen, amputeret
Μεταφράσεις: amputation, amputering, amputationer, amputationen, amputeret