Ακρωτηριασμός στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακρωτηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ампутація
Ακρωτηριασμός στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακρωτηριασμός

ακρωτηριασμόσ γυναικείων γεννητικών οργάνων, τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ, ακρωτηριασμόσ των ερμών, ακρωτηριασμός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακρωτηριασμός στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακρωτήριο στα ουκρανικά - пелерина, капюшон, мис, плащ
  • ακρωτηριάζω στα ουκρανικά - відітніть, калічити, нівечити, калічення
  • ακρώνυμο στα ουκρανικά - акронім, акроним
  • ακτή στα ουκρανικά - підпирати, підпірка, підтримувати, побережжя, пляж, узбережжя, берег, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακρωτηριασμός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ампутація