Ακρωτηριασμός στα φινλανδικά
Μετάφραση: ακρωτηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
amputaatio, amputaation, amputaatioon, amputoinnin, amputointi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρωτηριασμός
ακρωτηριασμόσ γυναικείων γεννητικών οργάνων, τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ, ακρωτηριασμόσ των ερμών, ακρωτηριασμός λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ακρωτηριασμός στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- ακρωτήριο στα φινλανδικά - niemi, kappa, Cape, Kap, niemen, viitta
- ακρωτηριάζω στα φινλανδικά - amputoida, vammauttaa, vammauttamaan, runnella, vammauttavat, silpoa
- ακρώνυμο στα φινλανδικά - lyhennys, akronyymi, lyhytnimi, lyhenne sanoista, lyhennettä, lyhenteellä
- ακτή στα φινλανδικά - keritsivät, uimaranta, tukea, keritsi, pönkittää, ranta, rannikko, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακρωτηριασμός στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: amputaatio, amputaation, amputaatioon, amputoinnin, amputointi
Μεταφράσεις: amputaatio, amputaation, amputaatioon, amputoinnin, amputointi