Ακρωτηριασμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακρωτηριασμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amputatie, amputaties, een amputatie, amputatie van, de amputatie
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρωτηριασμός
ακρωτηριασμόσ γυναικείων γεννητικών οργάνων, τραυματικόσ ακρωτηριασμόσ, ακρωτηριασμόσ των ερμών, ακρωτηριασμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακρωτηριασμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακρωτήριο στα ολλανδικά - kaaps, kaap, Cape, de kaap, in Cape, van Cape
- ακρωτηριάζω στα ολλανδικά - afzetten, wegsnijden, amputeren, verminken, te verminken, maim, verminkt
- ακρώνυμο στα ολλανδικά - acroniem, afkorting, acronym, letterwoord, acroniem toe
- ακτή στα ολλανδικά - kustlijn, kust, zeekust, wal, kant, waterkant, zeekant, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακρωτηριασμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: amputatie, amputaties, een amputatie, amputatie van, de amputatie
Μεταφράσεις: amputatie, amputaties, een amputatie, amputatie van, de amputatie