Ακρώνυμο στα δανικά

Μετάφραση: ακρώνυμο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
akronym, forkortelse, akronymet, forkortelsen, acronym
Ακρώνυμο στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο

ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε, ακρώνυμο λεξικό γλώσσας δανικά, ακρώνυμο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακρωτηριάζω στα δανικά - lemlæste, lemlæster, at lemlæste, lemlæstelse, kan lemlæste
  • ακρωτηριασμός στα δανικά - amputation, amputering, amputationer, amputationen, amputeret
  • ακτή στα δανικά - strand, bred, kyst, kysten, kyster, coast
  • ακτίνα στα δανικά - stråle, radius, spoleben, område, radius for, radius på, en radius
Τυχαίες λέξεις
Ακρώνυμο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: akronym, forkortelse, akronymet, forkortelsen, acronym