Ακρώνυμο στα ρωσικά
Μετάφραση: ακρώνυμο, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
акроним, сокращенного, Сокращение, аббревиатура, аббревиатурой
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο
ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε, ακρώνυμο λεξικό γλώσσας ρωσικά, ακρώνυμο στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- ακρωτηριάζω στα ρωσικά - ампутировать, удалять, отнимать, калечить, калечат, искалечить, покалечить, ...
- ακρωτηριασμός στα ρωσικά - отнятие, ампутация, ампутации, ампутацию, отсечение, ампутацией
- ακτή στα ρωσικά - отмель, подпирать, взморье, укреплять, поддерживать, кузнец, приморье, ...
- ακτίνα στα ρωσικά - округа, радиус, луч, облучать, ре, облучить, спица, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακρώνυμο στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: акроним, сокращенного, Сокращение, аббревиатура, аббревиатурой
Μεταφράσεις: акроним, сокращенного, Сокращение, аббревиатура, аббревиатурой