Ακρώνυμο στα λιθουανικά

Μετάφραση: ακρώνυμο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akronimas, santrumpa, trumpinys, akronimą, sutrumpinimas
Ακρώνυμο στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο

ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε, ακρώνυμο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ακρώνυμο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ακρωτηριάζω στα λιθουανικά - suluošinti, sužaloti, luošinti, žaloti, Maimo
  • ακρωτηριασμός στα λιθουανικά - amputacija, amputacijos, amputavimas, dalies amputacijos, amputaciją
  • ακτή στα λιθουανικά - krantas, pakrantė, paplūdimys, pajūris, Coast, pakrantės, pakrantėje
  • ακτίνα στα λιθουανικά - spindulys, spindulio, spinduliu, Išskrendate, plotas
Τυχαίες λέξεις
Ακρώνυμο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: akronimas, santrumpa, trumpinys, akronimą, sutrumpinimas