Ακρώνυμο στα τούρκικα

Μετάφραση: ακρώνυμο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kısaltması, kısaltma, kısaltmasıdır, kısaltmadır, kýsaltmasý
Ακρώνυμο στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακρώνυμο

ακρωνύμιο ορισμός, ακρώνυμο μελετητική, ακρώνυμο μελετητική ε.π.ε, ακρώνυμο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακρώνυμο στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ακρωτηριάζω στα τούρκικα - kesmek, sakatlamak, mahvetti, sakat, sakatlamaya, maim
  • ακρωτηριασμός στα τούρκικα - uzvun kesilmesi, amputasyon, amputasyonu, ampütasyon, amputasyonun
  • ακτή στα τούρκικα - kumsal, sahil, plaj, kenar, kıyı, coast, kıyısında, ...
  • ακτίνα στα τούρκικα - ışın, yarıçap, yarıçapı, uzaklıkta, radius, radyus
Τυχαίες λέξεις
Ακρώνυμο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kısaltması, kısaltma, kısaltmasıdır, kısaltmadır, kýsaltmasý