Ακτινοβόλος στα δανικά

Μετάφραση: ακτινοβόλος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strålende, strålevarme, radiant, lysende, straalende
Ακτινοβόλος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακτινοβόλος

ακτινοβόλος ενέργεια, ακτινοβόλος λεξικό γλώσσας δανικά, ακτινοβόλος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακτινοβολία στα δανικά - stråling, bestråling, strålingen
  • ακτινοβολώ στα δανικά - glitter, glimmer
  • ακυρότητα στα δανικά - ugyldighed, ugyldig, ugyldigheden, nullitet, ugyldigt
  • ακυρώνω στα δανικά - aflyse, afbestille, annullere, annullerer, annulleres
Τυχαίες λέξεις
Ακτινοβόλος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strålende, strålevarme, radiant, lysende, straalende