Ακόρεστος στα δανικά
Μετάφραση: ακόρεστος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
umættelig, umættelige, umætteligt, insatiable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακόρεστος
ακόρεστος αγγλικά, ακόρεστος συνώνυμο, ακόρεστος λεξικό γλώσσας δανικά, ακόρεστος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ακόνι στα δανικά - slibesten, Grindstone, slibestenen
- ακόντιο στα δανικά - spydkast, spyd, kastespyd, javelin, lanse
- ακύρωση στα δανικά - aflysning, annullering, ophævelse, aflysningen, afbestilling
- αλάβαστρο στα δανικά - alabast, Alabaster, Alabastkrukke
Τυχαίες λέξεις
Ακόρεστος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: umættelig, umættelige, umætteligt, insatiable
Μεταφράσεις: umættelig, umættelige, umætteligt, insatiable