Ακόρεστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ακόρεστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onverzadelijk, onverzadigbare, onverzadigbaar, onstilbare, insatiable
Ακόρεστος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακόρεστος

ακόρεστος αγγλικά, ακόρεστος συνώνυμο, ακόρεστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακόρεστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακόνι στα ολλανδικά - slijpsteen, grindstone, maalsteen, molensteen, de slijpsteen
  • ακόντιο στα ολλανδικά - speer, Javelin, speerwerpen, spies, werpspies
  • ακύρωση στα ολλανδικά - herroeping, vernietiging, ontbinding, annulering, intrekking, afschaffing, opzegging, ...
  • αλάβαστρο στα ολλανδικά - albast, albasten, Alabaster, van albast
Τυχαίες λέξεις
Ακόρεστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: onverzadelijk, onverzadigbare, onverzadigbaar, onstilbare, insatiable