Αλεξίπτωτο στα δανικά
Μετάφραση: αλεξίπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
faldskærm, faldskærmen, parachute
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο blogspot, αλεξίπτωτο στιχοι, αλεξίπτωτο πλαγιάς αθήνα, αλεξίπτωτο αγορά, αλεξίπτωτο ονειροκρίτης, αλεξίπτωτο λεξικό γλώσσας δανικά, αλεξίπτωτο στα δανικά
Μεταφράσεις
- αλατούχος στα δανικά - saltvand, saltopløsning, saltvandsopløsning, salt
- αλγεινός στα δανικά - smertelig, følsom, øm, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, ...
- αλεπού στα δανικά - ræv, fox, ræven, ræve
- αλεύρι στα δανικά - mel, mel af, af mel
Τυχαίες λέξεις
Αλεξίπτωτο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: faldskærm, faldskærmen, parachute
Μεταφράσεις: faldskærm, faldskærmen, parachute