Αλεξίπτωτο στα ολλανδικά
Μετάφραση: αλεξίπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
valscherm, parachute, springscherm, parachute te
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο blogspot, αλεξίπτωτο στιχοι, αλεξίπτωτο πλαγιάς αθήνα, αλεξίπτωτο αγορά, αλεξίπτωτο ονειροκρίτης, αλεξίπτωτο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αλεξίπτωτο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αλατούχος στα ολλανδικά - zoutoplossing, zout, zoute, saline, een zoutoplossing
- αλγεινός στα ολλανδικά - ijselijk, deerlijk, smartelijk, pijnlijk, afgrijselijk, gruwelijk, dol, ...
- αλεπού στα ολλανδικά - vos, Fox, de Vos, vossen
- αλεύρι στα ολλανδικά - bloem, meel, meel van, van meel
Τυχαίες λέξεις
Αλεξίπτωτο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: valscherm, parachute, springscherm, parachute te
Μεταφράσεις: valscherm, parachute, springscherm, parachute te