Αλεξίπτωτο στα λιθουανικά
Μετάφραση: αλεξίπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parašiutas, parašiutu, su parašiutu, parašiutų, parašiutą
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο blogspot, αλεξίπτωτο στιχοι, αλεξίπτωτο πλαγιάς αθήνα, αλεξίπτωτο αγορά, αλεξίπτωτο ονειροκρίτης, αλεξίπτωτο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αλεξίπτωτο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αλατούχος στα λιθουανικά - druskos, fiziologinio tirpalo, sūraus, fiziologinis tirpalas, fiziologiniu tirpalu
- αλγεινός στα λιθουανικά - jautrus, skausmingas, skausminga, skausmingos, skausmingi
- αλεπού στα λιθουανικά - lapė, Fox, lapės, lapių
- αλεύρι στα λιθουανικά - miltai, miltų, miltus, milteliai, flour
Τυχαίες λέξεις
Αλεξίπτωτο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: parašiutas, parašiutu, su parašiutu, parašiutų, parašiutą
Μεταφράσεις: parašiutas, parašiutu, su parašiutu, parašiutų, parašiutą