Αλεξίπτωτο στα ουκρανικά
Μετάφραση: αλεξίπτωτο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парашут, парашутний, парашют
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεξίπτωτο
αλεξίπτωτο blogspot, αλεξίπτωτο στιχοι, αλεξίπτωτο πλαγιάς αθήνα, αλεξίπτωτο αγορά, αλεξίπτωτο ονειροκρίτης, αλεξίπτωτο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αλεξίπτωτο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αλατούχος στα ουκρανικά - солоний, сольовий, сольової, сольовою, сольовій
- αλγεινός στα ουκρανικά - тяжкий, хворобливий, рана, неприємний, болючий, хворий, болісний, ...
- αλεπού στα ουκρανικά - лисиця, лис, лиса
- αλεύρι στα ουκρανικά - борошно, порошок
Τυχαίες λέξεις
Αλεξίπτωτο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: парашут, парашутний, парашют
Μεταφράσεις: парашут, парашутний, парашют