Αμάξωμα στα δανικά

Μετάφραση: αμάξωμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
chassis, chassiset, kabinettet, kabinet, stel
Αμάξωμα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμάξωμα

αμάξωμα σασί, κινητό αμάξωμα, αμάξωμα αυτοκινήτου, αυτοφερόμενο αμάξωμα, αμάξωμα λεξικό γλώσσας δανικά, αμάξωμα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμάθεια στα δανικά - uvidenhed, ukendskab, manglende kendskab, uvidenhedens
  • αμάλγαμα στα δανικά - amalgam, blanding, sammensmeltning, sammenblanding, af amalgam
  • αμάραντος στα δανικά - amarant, Amaranth, af amaranth, af amaranth gælde
  • αμέθυστος στα δανικά - ametyst, amethyst
Τυχαίες λέξεις
Αμάξωμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: chassis, chassiset, kabinettet, kabinet, stel