Ανοίγω στα δανικά

Μετάφραση: ανοίγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
åbne, åbent, åben, Åbn, Open
Ανοίγω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοίγω

ανοίγω σπίτι, ανοίγω το ψυγείο μου και τι να δω ο μπαρμπα-στάθης υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος, ανοίγω συνώνυμα, ανοίγω φύλλο για πίτα, ανοίγω τα μάτια σηκώνω το βλέμμα, ανοίγω λεξικό γλώσσας δανικά, ανοίγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανιχνευτής στα δανικά - detektor, detektoren, detektorens
  • ανιχνεύω στα δανικά - scan, Skan, scanning, scanningen
  • ανοησίες στα δανικά - nonsens, vrøvl, noget vrøvl, nonsense, sludder
  • ανοικοδόμηση στα δανικά - genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning
Τυχαίες λέξεις
Ανοίγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: åbne, åbent, åben, Åbn, Open