Αντικρίζω στα δανικά
Μετάφραση: αντικρίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ansigt, konfrontere, imødegå, at konfrontere, konfronterer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντικρίζω
αντικρίζω την μορφη μου lyrics, αντικρίζω ή αντικρύζω, αντικρίζω λεξικό, αντικρίζω αοριστος, αντικρίζω συνωνυμα, αντικρίζω λεξικό γλώσσας δανικά, αντικρίζω στα δανικά
Μεταφράσεις
- αντικείμενο στα δανικά - mål, ting, tema, emne, hensigt, fag, objekt, ...
- αντικειμενικός στα δανικά - hensigt, mål, objektiv, objektive, målsætning, målet
- αντικρούω στα δανικά - confute
- αντιλέγω στα δανικά - oppugn
Τυχαίες λέξεις
Αντικρίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ansigt, konfrontere, imødegå, at konfrontere, konfronterer
Μεταφράσεις: ansigt, konfrontere, imødegå, at konfrontere, konfronterer