Αντικρίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: αντικρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výraz, obličej, ciferník, konfrontovat, plocha, fasáda, průčelí, srovnat, srovnávat, stěna, povrch, úšklebek, čelo, líc, vzhled, tvář, čelit, postavit, konfrontaci, konfrontují
Αντικρίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρίζω

αντικρίζω την μορφη μου lyrics, αντικρίζω ή αντικρύζω, αντικρίζω λεξικό, αντικρίζω αοριστος, αντικρίζω συνωνυμα, αντικρίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αντικρίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αντικείμενο στα τσεχικά - věc, předmět, podmět, protestovat, objekt, jedinec, téma, ...
  • αντικειμενικός στα τσεχικά - objektivní, objektiv, účel, cíl, záměr, reálný, cílem, ...
  • αντικρούω στα τσεχικά - odrazit, vyvrátit, popřít
  • αντιλέγω στα τσεχικά - odmlouvat, odporovat, vyvracet, popírat, popřít, oppugn
Τυχαίες λέξεις
Αντικρίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: výraz, obličej, ciferník, konfrontovat, plocha, fasáda, průčelí, srovnat, srovnávat, stěna, povrch, úšklebek, čelo, líc, vzhled, tvář, čelit, postavit, konfrontaci, konfrontují