Αντικρίζω στα κροατικά

Μετάφραση: αντικρίζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oduprijeti, suočiti, sukobiti, licem, suprotstaviti, suočiti s, suoči
Αντικρίζω στα κροατικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντικρίζω

αντικρίζω την μορφη μου lyrics, αντικρίζω ή αντικρύζω, αντικρίζω λεξικό, αντικρίζω αοριστος, αντικρίζω συνωνυμα, αντικρίζω λεξικό γλώσσας κροατικά, αντικρίζω στα κροατικά

Μεταφράσεις

  • αντικείμενο στα κροατικά - podložan, predmet, subjekt, stvar, zavisan, predmetom, pokoriti, ...
  • αντικειμενικός στα κροατικά - objektivan, realan, stvaran, cilj, objektivni, je cilj, objektivna
  • αντικρούω στα κροατικά - poricati, oboriti, pobijati, demantovati, opovrgnuti, demantirati, pobije
  • αντιλέγω στα κροατικά - osporavati, proturječan, proturječiti, pobijati, napadati
Τυχαίες λέξεις
Αντικρίζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: oduprijeti, suočiti, sukobiti, licem, suprotstaviti, suočiti s, suoči