Απαλλοτρίωση στα δανικά
Μετάφραση: απαλλοτρίωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ekspropriation, ekspropriering, ekspropriationen, eksproprieringen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαλλοτρίωση
απαλλοτρίωση αναγνώριση δικαιούχου, απαλλοτρίωση ορισμός, απαλλοτρίωση english, απαλλοτρίωση στα αγγλικά, απαλλοτρίωση συνώνυμο, απαλλοτρίωση λεξικό γλώσσας δανικά, απαλλοτρίωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- απαλλαγή στα δανικά - fritagelse, undtagelse, fritagelsen, undtagelsen, dispensation
- απαλλαγμένος στα δανικά - gratis, fri, frie, frit, løs
- απαλός στα δανικά - mild, sød, blød, bløde, blødt, soft
- απανθρωπιά στα δανικά - umenneskelighed, umenneskeligheden, umenneskelige, grusomheder
Τυχαίες λέξεις
Απαλλοτρίωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ekspropriation, ekspropriering, ekspropriationen, eksproprieringen
Μεταφράσεις: ekspropriation, ekspropriering, ekspropriationen, eksproprieringen