Απαλλοτρίωση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απαλλοτρίωση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
expropriação, desapropriação, a expropriação, expropriações, de expropriação
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απαλλοτρίωση
απαλλοτρίωση αναγνώριση δικαιούχου, απαλλοτρίωση ορισμός, απαλλοτρίωση english, απαλλοτρίωση στα αγγλικά, απαλλοτρίωση συνώνυμο, απαλλοτρίωση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απαλλοτρίωση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απαλλαγή στα πορτογαλικά - isenção, derrogação, de isenção, a isenção, isenção de
- απαλλαγμένος στα πορτογαλικά - livrar, executar, eximir, livre, grátis, gratuito, gratuitamente, ...
- απαλός στα πορτογαλικά - suave, brando, doce, delicado, meigo, ameno, macio, ...
- απανθρωπιά στα πορτογαλικά - desumanidade, inumanidade, a desumanidade, inhumanity, desumano
Τυχαίες λέξεις
Απαλλοτρίωση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: expropriação, desapropriação, a expropriação, expropriações, de expropriação
Μεταφράσεις: expropriação, desapropriação, a expropriação, expropriações, de expropriação